- αριστοτέχνημα
- το, -ατοςάριστο τεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο: Το γλυπτό αυτό έργο είναι αληθινό αριστοτέχνημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αριστοτέχνημα — το 1. άριστο έργο τέχνης, το αριστούργημα 2. (κατ επέκτ.) κάθε έργο που διακρίνεται από έξοχη επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + τέχνημα < τεχνώ «κατασκευάζω κάτι με τέχνη» (πρβλ. καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται στον… … Dictionary of Greek
αριστούργημα — το (Μ ἀριστούργημα) [αριστουργώ] το αριστοτέχνημα, το υπέροχο έργο νεοελλ. 1. (κατ επέκταση) χαρακτηρισμός κάθε έξοχου πράγματος 2. (με το άρθρο) το άριστο από τα έργα κάποιου 3. (ως επιφώνημα, εκδηλώνει θαυμασμό) υπέροχα, έξοχα … Dictionary of Greek